Ευτυχία Κατσιγαράκη, Msc, Ph.D Εγκληματολογίας
Αντωνία Καστρινάκη, Υπ. Δρ. Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Κωνσταντίνος Πανάγος, Υπ. Δρ. Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών & Ιωάννης Τσιώρος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Φ.Π.Ψ. (κατεύθυνση Ψυχολογίας)
Εισαγωγή
Η παραβατικότητα ή εγκληματικότητα των ανηλίκων αποτελεί διαχρονικά ένα πεδίο το οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον επιστημόνων ποικίλων ειδικοτήτων (νομικών, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικότερα εγκληματολόγων). Στο πλαίσιο αυτό έχει καταβληθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη διερεύνηση της σχετικής φαινομενολογίας3, την αναζήτηση των γενεσιουργών του παραγόντων4 και την αντιμετώπισή του από τους φορείς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Σήμερα αποτελεί κοινό τόπο ότι οι ανήλικοι αποτελούν ιδιόμορφες οντότητες που χρήζουν διαφορετικής μεταχείρισης συγκριτικά με τους ενηλίκους όταν τελούν πράξεις που αντιστρατεύονται την πονική νομοθεσία. Ανταποκρινόμενος στην επιταγή που ενσωματώνεται στο άρ. 21 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος περί προστασίας της παιδικής ηλικίας, ο έλληνας νομοθέτης έχει προβεί στην πρόβλεψη ειδικών νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ανήλικου δράστη (άρ. 121 επ ΠΚ).
Ειδικότερα, τα τελευταία διαπνέονται από την αρχή ότι ο ανήλικος χρήζει διαπαιδαγώγησης και γενικότερης στήριξης, ώστε να αποβάλει την αντικοινωνική συμπεριφορά και να διάγει εν συνεχεία έναν εντός των νομίμων πλαισίων βίο, ενώ ο περιορισμός της ελευθερίας αποτελεί τo έσχατο καταφύγιο (ultima ratio). Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται η λειτουργία ενός ειδικού υποσύστηματος για τους ανήλικους δράστες στο πλαίσιο του γενικότερου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, αποτελούμενο μεταξύ άλλων από τους εισαγγελείς, δικαστές και επιμελητές
ανηλίκων.