“The Street Art Project” Η «Τέχνη του Δρόμου» ως Φθορά Ξένης Ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο

#TheStreetArtProject

Της Αγγελικής Γιαννάκη

Νομικός, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,

MSc in Criminology and Criminal Justice, Centre for Criminology, Faculty of Law, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης – ΗΒ

 

Ι. Εισαγωγικά

Στο επίκεντρο του διαρκώς εξελισσόμενου διαλόγου με θέμα τη λεγόμενη «τέχνη του δρόμου», άλλως “street art”, εντοπίζονται συχνά ερωτήματα που αφορούν στο χαρακτήρα του συγκεκριμένου φαινομένου ως μορφής τέχνης ή ως βανδαλισμού. Τα ερωτήματα αυτά φέρουν συνήθως την διατύπωση «Έγκλημα ή Τέχνη», καθιστώντας απαραίτητη τη μελέτη του ισχύοντος νομικού πλαισίου

Φωτογραφία: Ευδοξία Φασούλα, υπαίθριο πάρκινγκ στη Xαριλάου Τρικούπη, κλασσική εικονογραφία από τον Σταμάτη (aka STMTS)

προς το σκοπό παροχής μιας πειστικής, εμπεριστατωμένης, και κυρίως επιστημονικά τεκμηριωμένης απάντησης. Ειδικότερα, το ερώτημα «Τέχνη του Δρόμου: Έγκλημα ή Τέχνη», θίγοντας τον ενδεχόμενο αξιόποινο χαρακτήρα της street art, παραπέμπει κατά τρόπο σαφή, άμεσο και επιτακτικό στον ποινικό δικαιϊκό κλάδο.

Σύμφωνα με το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, αλλά και τη νομολογία των εθνικών ποινικών δικαστηρίων, η δημιουργία ενός έργου τέχνης του δρόμου φαίνεται να εμπίπτει καταρχήν στον ορισμό του αδικήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ο ορισμός αυτός, και συγκεκριμένα η βασική μορφή της εν λόγω αξιόποινης πράξης, η οποία θα αποτελέσει και το σημείο αναφοράς της μελέτης που ακολουθεί, τυποποιείται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών»[1]. Προσήκει, ωστόσο, ο ορισμός αυτός στις υπό μελέτη περιπτώσεις; Με άλλα λόγια, συνιστά πράγματι η street art αξιόποινη φθορά ξένης ιδιοκτησίας;

Καταρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στο φαινόμενο της street art, η οποία διακρίνεται ως μορφή τέχνης από το graffiti. Η street art δεν έχει ακόμη ορισθεί με ακρίβεια ως έννοια, ενόψει του ευρέως φάσματος των μέσων που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία τέτοιου είδους έργων, αλλά και των πλαισίων όπου τα έργα αυτά συναντώνται[2]. Πάρα ταύτα, οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που εμπίπτουν στον ορισμό της τέχνης του δρόμου παρουσιάζουν ορισμένες κοινές ιδιότητες[3], οι οποίες επιτρέπουν την υπαγωγή τους στο εν λόγω είδος τέχνης και συνακόλουθα, στη μελέτη τους κατά ενιαίο τρόπο. Ενδεικτικά, τα έργα της street art απαντώνται στο αστικό τοπίο, δημιουργούνται επί αντικειμένων χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη των τελευταίων, και εκτίθενται δημοσίως, είναι δηλαδή άμεσα προσβάσιμα από το ευρύ κοινό[4].

Φωτογραφία: Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Παρότι οι έννοιες της street art και του graffiti χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως, ως ταυτόσημες, με τα μεταξύ τους όρια να είναι ακόμα πράγματι ρευστά, τα δύο φαινόμενα παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές, κυρίως ως προς την τεχνοτροπία και το περιεχόμενό τους. Επιπλέον, η τέχνη του δρόμου εξυπηρετεί συχνά αποκλειστικά καλλιτεχνικούς σκοπούς, και συνιστά δημιουργία «που το ευρύ κοινό είναι σε θέση να ερμηνεύσει και με την οποία το κοινό μπορεί να συνδεθεί»[5].

Φωτογραφία: Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Παρά τις διαφορές αυτές, και παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις η καλλιτεχνική αξία τέτοιου είδους έργων μπορεί να συμβάλλει στην αναβάθμιση του αστικού τοπίου, ο κοινός μεταξύ τους παρονομαστής της έλλειψης άδειας εκ μέρους των ιδιοκτητών των αντικειμένων στην επιφάνεια των οποίων τα έργα αυτά δημιουργούνται, καθιστά και τις δύο αυτές μορφές τέχνης παράνομες. Ως εκ τούτου, η εγχώρια νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της ποινικής, δεν προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών ρευμάτων, ενώ η νομολογία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, και συγκεκριμένα ο Άρειος Πάγος, φαίνεται πως έχει εξετάσει αποκλειστικά περιπτώσεις που βάσει των προαναφερθέντων υπάγονται στην κατηγορία του graffiti.

Ενόψει τούτων, ελλείψει δηλαδή βιβλιογραφικών πηγών και νομολογίας που επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ανάλυση του φαινομένου της street art από τη σκοπιά του ελληνικού Ποινικού Δικαίου, το παρόν επιχειρεί τη διερεύνηση της προβληματικής σχετικά με τον αξιόποινο χαρακτήρα τέτοιου είδους πράξεων, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψιν την καλλιτεχνική πλευρά της street art ως ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και των ήδη εξετασθεισών από τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια περιπτώσεων graffiti. Προς το σκοπό αυτόν, η παρούσα μελέτη ξεκινά με την ανάλυση του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας, και ακολούθως διερευνά εάν και σε ποιο βαθμό η δημιουργία ενός έργου street art συνιστά πράγματι προσβολή του αγαθού αυτού. Εν συνεχεία, μελετάται το κριτήριο της «κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος», το οποίο διαθέτει κεντρικό ρόλο στις θεωρητικές αναλύσεις περί φθοράς, και εξετάζεται ο ρόλος του «παθόντος» κατά τα στάδια της δίωξης και τιμώρησης του καλλιτέχνη του δρόμου. Παρακάτω, επιχειρείται η αξιολόγηση της τέχνης του δρόμου ως φθοράς με τη μορφή της καταστροφής, της βλάβης ή της ρύπανσης, ή ως υποβάθμισης του περιβάλλοντος, και τέλος, αναλύεται η διακεκριμένη παραλλαγή της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη κοινωνιολογίας του δικαίου.

__________________________________________

[1] Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[2] P. N. Salib, “The Law of Banksy: Who Owns Street Art?”, The University of Chicago Law Review, vol. 82, no4, 2015, σελ. 2295.

[3] Βλ. Salib, όπ.π. 2296.

[4] Βλ. Salib, όπ.π. 2296.

[5] Lerman C., Protecting Artistic Vandalism: Graffiti and Copyright Law, NYU Journal of Intellectual Property and Entertainment Law, vol. 2, 2013, σελ. 298.

Μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρη τη μελέτη “Η «Τέχνη του Δρόμου» ως Φθορά Ξένης Ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο” σε αρχείο μορφής .pdf πατώντας πάνω στην κάτωθι φωτογραφία.

Add Comment